Έκθεση του Κοινού ΚέντρουΈρευνών τηςΈΈ κατατίθεται στον δημόσιο διάλογο και καλεί κυβερνητικούς και θεσμικούς φορείς να αναλάβουν δράση και να συντονίσουν τις ενέργειές τους προκειμένου να αξιοποιηθούν επιτυχώς οι δυνατότητες της χώρας για ένα
περιβαλλοντικά βιώσιμο αλλά και συνάμα ανταγωνιστικό παραγωγικό μοντέλο, που προσφέρει ευρεία και ποιοτική απασχόληση.
Ένα μοναδικό παράθυρο ευκαιρίας για την ελληνική οικονομία και για μία νέα εθνική βιομηχανική (ή παραγωγική) πολιτική βλέπει η έκθεση με τίτλο
«Επισκόπηση της Βιομηχανικής Μετάβασης της Ελλάδας» που καταρτίστηκε από το Κοινό Κέντρο Ερευνών (Joint Research Centre - JRC) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε συνεργασία με το Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων και το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Ηλεκτρονικού Περιεχομένου (ΕΚΤ).
Η έκθεση αναγνωρίζει εντυπωσιακές δυνατότητες για την ανάπτυξη ενός δυναμικού βιομηχανικού οικοσυστήματος, αν η χώρα αξιοποιήσει τους διαθέσιμους ευρωπαϊκούς πόρους και αν εκμεταλλευτεί τις διαφαινόμενες τάσεις των καταναλωτών προς την ηλεκτροκίνηση και τον εκδημοκρατισμό της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Η μετάβαση θα μπορούσε να οδηγήσει στον αναγκαίο παραγωγικό μετασχηματισμό,
εφόσον η άνευ προηγουμένου ευκαιρία της παρούσας συγκυρίας κατανοηθεί και οδηγήσει σε αντίστοιχη κινητοποίηση όλων των εμπλεκόμενων φορέων.
Κύρια σημεία της μελέτης
Η έκθεση αναγνωρίζει τις θεμελιακές τεχνολογικές αλλαγές στα παγκόσμια συστήματα ενέργειας και μεταφορών, που επηρεάζουν άμεσα παραγωγικές δομές σε όλες τις χώρες,
περιλαμβανομένης και της Ελλάδας. «Η στροφή σε περιβαλλοντικά βιώσιμες μορφές παραγωγής και κατανάλωσης έχει τεράστιες οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις», σημειώνουν οι ερευνητές του JRC.
Στόχος της έκθεσης ήταν να διερευνηθούν οι κατευθύνσεις πολιτικής που μπορεί να ακολουθήσει η Ελλάδα, καθώς μεταβαίνει από την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα σε μια
οικονομία που κάνει μεγαλύτερη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) και εκμεταλλεύεται πολλές από τις ευκαιρίες που προκύπτουν από την παραγωγή και χρήση ΑΠΕ και μπαταριών, στους τομείς της κινητικότητας, γεωργίας, ναυτιλία και άμυνας.
Η έκθεση εξετάζει το υπό μετάβαση σύστημα στη χώρα με ολοκληρωμένο τρόπο (δομές διακυβέρνησης προγραμματισμού και συντονισμού· κινητοποίηση ανθρώπινων και χρη-
ματοοικονομικών πόρων· παραγωγικές ικανότητες για προϊόντα, υπηρεσίες και γνώση· τάσεις κατανάλωσης και χρήσης τεχνολογίας) και αντιπαραθέτει την παρούσα κατάσταση και
δυναμική στην Ελλάδα με διαφαινόμενες διεθνείς τάσεις.
Η μελέτη παραθέτει μερικές από τις δυνατότητες για την ανάπτυξη ενός δυναμικού βιομηχανικού οικοσυστήματος στην Ελλάδα. Οι πάνω από δέκα εκατομμύρια κάτοικοι, οι
οκτακόσιες χιλιάδες επιχειρήσεις και τα πέντε εκατομμύρια οχήματα χρειάζονται ενέργεια, όλο και μεγαλύτερο μέρος της οποίας θα είναι ηλεκτρική, θα παράγεται βιώσιμα και τοπικά,
και θα αποθηκεύεται για κάποιο χρονικό διάστημα πριν από τη χρήση της. Όπως γίνεται άλλωστε και τώρα, τουλάχιστον ορισμένα από αυτά τα αγαθά και οι συναφείς υπηρεσίες θα
παραχθούν εγχώρια, ιδιαίτερα μάλιστα εάν ανταποκρίνονται σε εξειδικευμένες τοπικές ανάγκες. Εάν οι συνθήκες είναι πρόσφορες, η μετάβαση θα μπορούσε να αποτελέσει εφαλ-
τήριο για την είσοδο σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας και ευρύτερη βιομηχανική ανάπτυξη.
Σύμφωνα με την έκθεση, η Ελλάδα πληροί τουλάχιστον μερικές από τις προϋποθέσεις, όπως υπολογίσιμες και μακροχρόνιες επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο, διεθνώς
αναγνωρισμένο επιστημονικό υπόβαθρο, θύλακες σχετικών παραγωγικών δυνατοτήτων, ανοδική τάση στις άμεσες ξένες επενδύσεις τα τελευταία χρόνια (αν και ξεκινά από
πολύ χαμηλό επίπεδο), ευθυγράμμισή της καταναλωτικής ζήτησης με την κατεύθυνση της μετάβασης και άνευ προηγουμένου χρηματοδοτική στήριξη της ΕΕ για τη μετάβαση.
Μετά από εκτεταμένη διαβούλευση με ένα ευρύ φάσμα δημόσιων και ιδιωτικών φορέων, η έκθεση διαπιστώνει ισχυρή υποστήριξη για τη διαχείριση της βιομηχανικής μετάβασης.
Ωστόσο, χωρίς κατάλληλη προετοιμασία, δεν διαφαίνεται ότι η μετάβαση θα οδηγήσει σε μια κλαδικά διαφοροποιημένη, βασισμένη στη γνώση και επομένως εξωστρεφή και ανταγωνιστική ελληνική οικονομία, ή ότι τα οφέλη από τη μετάβαση θα γίνουν ευρέως αισθητά.
Συντελεστές της αλλαγής
Ποιοι είναι λοιπόν οι κρίσιμοι συντελεστές στα χέρια των οποίων τα δεδομένα που συγκεντρώνονται μπορούν να αποτελέσουν την πρώτη ύλη για τη λήψη αποφάσεων
και την προώθηση του αναγκαίου στρατηγικού σχεδιασμού; Η έκθεση και η συντακτική ομάδα έχουν ξεκάθαρη στόχευση.
Απευθύνονται πρωτίστως σε δημόσιους λειτουργούς και υπεύθυνους λήψης αποφάσεων στον ευρύτερο κυβερνητικό τομέα, οι οποίοι καλούνται να συντονιστούν και να δράσουν εγκαίρως προς εκμετάλλευση των ευκαιριών.
Στους βασικούς αποδέκτες της έκθεσης συγκαταλέγονται ακόμα:
•όσοι σχεδιάζουν αναπτυξιακές στρατηγικές με έμφαση στις επενδύσεις και στην καινοτομία, ιδιαίτερα μάλιστα εθνικοί και περιφερειακοί φορείς που συντάσσουν Στρατηγικές Έξυπνης Εξειδίκευσης, καθώς και οι Δήμοι, οι οποίοι θα μπορούσαν να έχουν καθοριστικό ρόλο στην υλοποίηση έργων που συνάδουν με τους εθνικούς στόχους και συνάμα ανταποκρίνονται σε τοπικά προβλήματα και ανάγκες.
•η επιχειρηματική κοινότητα, και ειδικά οι επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στους τομείς των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, της διαχείρισης και αποθήκευσης ενέργειας και των εφαρμογών τους στην αυτοκίνηση με λύσεις που απευθύνονται σε ιδιώτες, στις δημόσιες μεταφορές, στους τομείς της γεωργίας, της ναυτιλίας, του εφοδιαστικού κλάδου
και των ενεργοβόρων βιομηχανιών.
•ερευνητές με καινοτόμες λύσεις στο σύμπλεγμα της ενέργειας, των μεταφορών και των τεχνολογιών πληροφορικής για τη διαχείριση τους, εκπαιδευτικοί που συμβάλουν στην ανάπτυξη σχετικών δεξιοτήτων, εργαζόμενοι στους τομείς ενέργειας και μεταφορών.
Ενέργειες και επόμενα βήματα
Η συντακτική ομάδα θέτει ως στόχο, η μελέτη να τροφοδοτήσει τον συλλογικό στοχασμό και σχεδιασμό για την επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας, να γίνει καταλύτης για τη λήψη έγκαιρων αποφάσεων για ένα περιβαλλοντικά βιώσιμο μέλλον αυξημένης ευημερίας
και μεγαλύτερης κοινωνικής συνοχής. Σε αυτό το πλαίσιο, εξειδικεύονται οι «χρεώσεις» και οι ενέργειες που αναμένονται από κάθε φορέα.
Οι κυβερνητικοί φορείς καλούνται να εξετάσουν τις προτάσεις της μελέτης και να βρουν κατάλληλους τρόπους βελτίωσης του κρατικού συντονισμού. Οι επιχειρήσεις, μεμονωμένα και συλλογικά, να διατυπώσουν προτάσεις για επενδύσεις που επιταχύνουν τη μετάβαση προς βιώσιμα πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης και δημιουργούν ευκαιρίες συλλογικής ανάπτυξης, ανταγωνιστικότητας, και ποιοτικές θέσεις εργασίας.
Οι ερευνητικοί φορείς να συμβάλλουν με την εμπειρία τους στον σχεδιασμό και την εύρεση λύσεων που αποκρίνονται στις προκλήσεις της αγοράς αλλά και τις προτάσεις της κοινωνίας για πράσινη και δίκαιη ανάπτυξη.
Από τη συλλογική επεξεργασία και την αξιοποίηση των ευρημάτων της μελέτης είναι ζητούμενο να προκύψουν:
•νέες εθνικές και περιφερειακές στρατηγικές έξυπνης εξειδίκευσης, βιομηχανικής πολιτικής, στρατηγικού σχεδιασμού για τη χωρική μετάβαση της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης σε διαβούλευση με τις τοπικές κοινότητες που απειλούνται και που
δύνανται να επωφεληθούν από τη σωστή διαχείριση της μετάβασης.
•αναβάθμιση και διεύρυνση του εξαιρετικά ελλιπούς συστήματος επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (ΕΕΚ). Πέρα από τη διευκόλυνση της βιομηχανικής ανάπτυξης, ένα αναβαθμισμένο και διευρυμένο σύστημα ΕΕΚ θα μπορούσε να προσφέρει ευκαιρίες ανέλιξης σε εργαζόμενους με χαμηλότερο εισόδημα, οι οποίοι επί του παρόντος έχουν πολύ λίγες επιλογές για να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους.
•ανάπτυξηΣυλλογικώνΠρογραμμάτων(shared agendas) σε τοπική κλίμακα για θέματα οικιακών ΑΠΕ και βιώσιμης κινητικότητας με τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, της αυτοδιοίκησης, των επιχειρήσεων και των ερευνητών.
Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την ΕΚΤ - JRC
Τ
Comments